- λαμπαδιάζω
- [λαμπάδα]1. βγάζω φλόγες, φλέγομαι2. (για φωτιά) φουντώνω, δυναμώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπαδιάζω — λαμπαδιάζω, λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπαδιάζω — λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος, αμτβ., βγάζω φλόγες, καίομαι: Η αποθήκη λαμπάδιασε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαμπάδιαστος — και αλαμπάδιστος, η, ο [λαμπαδιάζω] 1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες 2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
λαμπάδιασμα — το [λαμπαδιάζω] 1. το να φλέγεται κάτι 2. το φούντωμα τής φωτιάς 3. ολοκληρωτικό κάψιμο … Dictionary of Greek
φλογοβολώ — φλογοβόλησα, αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες, λαμπαδιάζω: Κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου (Δ. Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)